Δίυλλος

Δίυλλος
Δίυλλος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δίυλλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος γλύπτης και χαλκοπλάστης (7ος−6ος αι. π.Χ.). Είχε φιλοτεχνήσει, σε συνεργασία με τον Αμύκλαιο και τον Χιόνιδα, σύμπλεγμα που παρίστανε την αρπαγή του ιερού τρίποδα από τον Ηρακλή και βρισκόταν στο μαντείο… …   Dictionary of Greek

  • Διύλλου — Δίυλλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίυλλοι — Δίυλλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Diyllus — (Greek: Διυλλος), probably the son of Phanodemus the Atthidographer (a chronicler of the local history of Athens and Attica), wrote a universal history of the years 357–297 BC. Only fragments of his work survive. Both the historian Diodorus… …   Wikipedia

  • ДИИЛЛ —    • Diyllus,          Δίυλλος, афинянин продолжал всеобщую историю Ефора от 357 до 376 г., а в другом своем сочинении до 298 г. до Р. X. Müller, fragm. hist. Graec., II, 360 сл …   Реальный словарь классических древностей

  • περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”